Αρχαιολογικοί χώροι

Η Ελληνιστική πόλη στο λόφο Αγίου Παντελεήμονα στην πόλη της Φλώρινας

Στη βόρεια πλαγιά του ομώνυμου λόφου, που δεσπόζει πάνω από την πόλη της Φλώρινας οι αρχαιολόγοι Α. Κεραμόπουλος και Γ. Μπακαλάκης ανέσκαψαν στα 1930 – 1934 τμήμα μιας αρχαίας πόλης, την οποία τοποθέτησαν χρονολογικά στην κλασική και ελληνιστική εποχή, σημειώνοντας παράλληλα τον εντοπισμό στοιχείων που πιστοποιούσαν την ύπαρξη οικισμού στο συγκεκριμένο σημείο των προϊστορικών χρόνων και συγκεκριμένα της ‘Ύστερης Εποχής του Χαλκού και της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου (1600-600 π.Χ.).

Τα συμπεράσματα των πρωτοπόρων της έρευνας στην περιοχή ήρθαν να επιβεβαιώσουν και να εμπλουτίσουν οι ανασκαφικές εργασίες της ΙΖ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων στη δεκαετία του ’80. Πρόκειται για πόλη, η οποία ιδρύθηκε στα χρόνια του Φιλίππου του Β’, με αδιάλειπτη κατοίκηση από τον 3ο ως τον 1ο αιώνα π.Χ. Σε μια έκταση οχτώ περίπου στρεμμάτων έχουν αποκαλυφθεί τα οικιστικά λείψανα τεσσάρων οικοδομικών τετραγώνων της ελληνιστικής περιόδου, τα οποία χωρίζονται από τρείς κάθετους δρόμους πλάτους τριών περίπου μέτρων. Καθένα από αυτά περιλαμβάνει τέσσερα-πέντε σπίτια, με λίθινα θεμέλια και ανωδομή από πλιθιά και τοίχους συχνά επιχρισμένους με λευκό κονίαμα, ενώ τα δάπεδα τους ήταν συνήθως χωμάτινα και σπανιότερα στρωμένα με φυσικές ψηφίδες ή κομμάτια κεραμιδιών. Στους στεγασμένους χώρους των σπιτιών αποκαλύφθηκαν εστίες παρασκευής της τροφής, ενώ κάποιοι από τους χώρους αυτούς χρησιμοποιούνταν ως εργαστήρια κατασκευής ειδών κεραμικής ή σιδερένιων εργαλείων, όπως πιστοποιούν οι κλίβανοι που εντοπίστηκαν.

Στην πλούσια οικοσκευή των σπιτιών της πόλης αποτυπώνεται το σύνολο των οικονομικών, κοινωνικών και λατρευτικών δραστηριοτήτων των κατοίκων της. Έτσι, το πλήθος των αποθηκευτικών αγγείων, των σιδερένιων γεωργικών εργαλείων, αλλά και των υφαντικών βαρών, σε συνδυασμό με τις μεγάλες ποσότητες καμένων σπόρων σιτηρών μαρτυρούν τη συστηματική ενασχόληση των κατοίκων με τη γεωργοκτηνοτροφία. Εκτεταμένες ήταν και οι εμπορικές τους συναλλαγές με διάφορες περιοχές του αρχαίου ελληνικού κόσμου (Θάσος, Ρόδος, Κως, ιταλική χερσόνησος, Πέλλα, Αμφίπολη, Αθήνα), που αποδεικνύονται αφενός από την ανεύρεση πλήθους ενσφράγιστων λαβών αμφορέων και αφετέρου από την κυκλοφορία στην πόλη νομισμάτων από τις παραπάνω περιοχές. Τα αγγεία με ανάγλυφη διακόσμηση μυθολογικών παραστάσεων και τα πήλινα ειδώλια μορφών του ελληνικού πανθέου (Αφροδίτη, Ερμής, Άρτεμη, Μητέρα των θεών κ.λπ.) πιστοποιούν τόσο την καλή γνώση της μυθολογίας, όσο και τις λατρευτικές προτιμήσεις των κατοίκων. Η κατοίκηση στην πόλη διακόπτεται βίαια. Τα ευρήματα των ανασκαφών φυλάσσονται και τα σημαντικότερα εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Φλώρινας.

 

Η Ελληνιστική πόλη Πετρών

Η αρχαία πόλη που βρίσκεται στη δυτική όχθη της λίμνης των Πετρών είναι η περισσότερο γνωστή και συστηματικότερα ερευνημένη αρχαιολογική θέση του Νομού. Εντοπίστηκε σε μια έκταση δεκαπέντε-είκοσι εκταρίων, στη θέση Γκραντίστα 1,5 χλμ. βορειοδυτικό των Πετρών, ήδη από το 1913, όταν ο Νικόλαος Παπαδάκης κατέγραψε και δημοσίευσε τις εντοιχισμένες επιγραφές στην εκκλησία ίου Αγίου Νικολάου. Είκοσι χρόνια αργότερα, ο καθηγητής Αντώνιος Κεραμόπουλος πιστοποίησε την ύπαρξη θεμελίων οικιών μετά από την περιορισμένη ανασκαφική έρευνα την οποία πραγματοποίησε. Η συστηματική έρευνα του οικισμού ξεκίνησε το 1982 από την ΙΖ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Τα πρωιμότερα λείψανα εγκατοίκησης στο χώρο, με βάση την κεραμική που σποραδικά έχει εντοπιστεί, ανάγονται στην Ύστερη Εποχή Χαλκού και στην Πρώιμη Εποχή Σιδήρου (1200 – 600 π.Χ.].

Ο οικισμός που ήκμασε μεταξύ 3ου και 1ου αι. π.Χ. αποτελεί τυπικό παράδειγμα κώμης της Άνω Μακεδονίας με γεωργοκτηνοτροφική οικονομία. Ορισμένοι μελετητές πιστεύουν, ότι η θέση μπορεί να ταυτιστεί με την Κέλλη των μεσαιωνικών οδοιπόρων. Βρίσκεται πολύ κοντά στην Εγνατία Οδό και στο βάθος της εύφορης κοιλάδας του Αμυνταίου. Η ανασκαφική έρευνα έχει φέρει μέχρι στιγμής στο φως ένα ισχυρό τείχος, το οποίο περικλείει έναν οικισμό με ελεύθερη πολεοδομική οργάνωση, που αξιοποιεί με τον καλύτερο τρόπο τις καμπύλες του λόφου πάνω στον οποίο βρίσκεται.

Οι οικιστικοί χώροι είναι οργανωμένοι σε ομάδες των τριών με κοινούς εξωτερικούς τοίχους. Διώροφες κατασκευές, χωρίς αυλή, με υπόγειους χώρους για αποθήκες και εργαστήρια, τα σπίτια των Πετρών συμβάλλουν στην καλύτερη κατανόηση της ελληνιστικής κατοικίας. Τα ισόγεια είναι κτισμένα με αργολιθοδομή, ενώ οι όροφοι με ελαφρύτερα υλικά και ξυλοδεσιές. Το εσωτερικό ήταν διακοσμημένο με έγχρωμα κονιάματα, εμπλουτισμένα σε ορισμένες περιπτώσει με αφηρημένα μοτίβα. Ένα σύστημα δρόμων διέσχιζε τον οικισμό, ενώ έχουν βρεθεί και οι υδροδοτικοί πυροσωλήνες που καταλήγουν σε κρήνες και πηγάδια. Σημαντικά δημόσια οικοδομήματα αποτελούσαν το ιερό του Διός – σύμφωνα με την επιγραφή που βρέθηκε στο εσωτερικό του – και ο μεγάλος υπόγειος πιθεώνας που εντοπίστηκε σε κοντινή απόσταση. Τα ευρήματα των ανασκαφών φυλάσσονται και τα σημαντικότερα εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Φλώρινας. 0 οικισμός έχει να επιδείξει πλούτο και υψηλό βιοτικό επίπεδο, στοιχεία που ανάγονται στις βεβαιωμένες εμπορικές και πολιτιστικές του επαφές με πόλεις της Κεντρικής και Ανατολικής Μακεδονίας καθώς επίσης και με τη Δύση. Στον οικισμό λειτουργούσαν πολλά εργαστήρια κεραμικής, μεταλλοτεχνίας και πιθανότατα γλυπτικής. Παράλληλα, το πλήθος των γεωργικών εργαλείων μαρτυρά τις γεωργικές ασχολίες των κατοίκων. Ο οικισμός εγκαταλείφθηκε στα μέσα του 1ου αι. π.Χ. και μεταφέρθηκε στη θέση του σημερινού χωριού των Πετρών.

Σημειώνεται, ότι το σημερινό χωριό αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα συνύπαρξης των αρχαίων λειψάνων με μεταγενέστερα κτιριακά σύνολα. Εκτός από τα αποσπασματικά αρχιτεκτονικά λείψανα του ρωμαϊκού οικισμού που απαντώνται διάσπαρτα στο χωριό, αξιοσημείωτη είναι η χρήση αρχαίων αρχιτεκτονικών μελών και επιτύμβιων στηλών για την κατασκευή της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου. Η τρίκλιτη αυτή ξυλόστεγη βασιλική με νάρθηκα και γυναικωνίτη, χρονολογήθηκε από τον καθηγητή Νικόλαο Μουτσόπουλο στις αρχές του 18ου αιώνα. Από τον άλλοτε κατάγραφο ναό σώζονται σήμερα ορισμένες μόνο τοιχογραφίες στην κόγχη του ιερού, ενώ σώζεται και το πυργοειδές κωδωνοστάσιο.

 

Ο Αρχαιολογικός χώρος στην Δημοτική Κοινότητα Αγίου Παντελεήμονα Αμυνταίου

Ο οικισμός του Αγίου Παντελεήμονα, κτισμένος σε προνομιακή θέση, ανάμεσα στις λίμνες Βεγορίτιδα και Πετρών, συνέδεσε σε όλη του την ιστορική πορεία την παραγωγική του δραστηριότητα με το λιμναίο οικοσύστημα. Η βασική αυτή επιλογή για αξιοποίηση των δυνατοτήτων του ιδιαίτερου αυτού μικροπεριβάλλοντος πιστοποιείται ήδη από τα αρχαιολογικά ευρήματα της ανασκαφής στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος, μερικά χιλιόμετρα βορειοδυτικά του σημερινού χωριού, στην βόρεια όχθη της λίμνης των Πετρών. Σύμφωνα με τις παλιότερες επιφανειακές έρευνες και τα πρώτα συμπεράσματα των αρχαιολόγων της ΙΖ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, που ερευνά την περιοχή τα τελευταία χρόνια, πρόκειται για έναν οικισμό που χρονολογείται στη Νεολιθική εποχή (6.000 – 3.500 π.Χ.). Στη μικρή επίπεδη χερσόνησο ανατολικά της εκκλησίας της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, έχουν εντοπιστεί λίθινα λειασμένα και πυριτολιθικά εργαλεία, πήλινα σφοντύλια, καθώς και όστρακα χειροποίητων αγγείων με καστανό ή ερυθρό επίχρισμα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι σπάνιες για την εποχή ταφές που έχουν εντοπιστεί πρόσφατα. Στην ίδια περιοχή τοποθετείται το εκτεταμένο νεκροταφείο της Ύστερης Εποχής Χαλκού και της Πρώιμης Εποχής Σιδήρου (1600 – 600 π.Χ.) που εντοπίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα. Στην ανασκαφή που πραγματοποιήθηκε από Ρώσους αρχαιολόγους και ήταν μια από τις πρώτες στα Βαλκάνια, αποκαλύφθηκαν 376 κιβωτιόσχημοι τάφοι, με μονές ή πολλαπλές ταφές. Οι περισσότεροι είχαν πλούσια κτερίσματα με μικροαντικείμενα (χάλκινο αγαλματίδιο αλόγου και μικρογραφικά αγγεία) και κοσμήματα (πόρπες, περόνες, δαχτυλίδια, σκουλαρίκια, βραχιόλια) από χαλκό, σίδηρο, γυαλί, οστό, πηλό και σπανιότερα χρυσό. Από την κεραμική ξεχωρίζουν οι πρόχοι, τα μόνωτα και δίωτα κύπελλα, καθώς και ορισμένα αγγεία με αμαυρόχρωμη γραπτή διακόσμηση. Από τον πλούτο των ευρημάτων αυτών τίποτε δεν έχει απομείνει στην περιοχή. ‘Ένα μέρος βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, ένα άλλο στο Μουσείο Μπενάκη, ενώ το μεγαλύτερο μέρος των ευρημάτων βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Κωνσταντινούπολης. Με τα χρόνια έχουν χαθεί και τα ακριβή όρια του ίδιου του ανασκαμμένου νεκροταφείου.

 

Η Βασιλική του Αγίου Αχιλλείου Πρεσπών

Τα ερείπια της βασιλικής βρίσκονται στη  βορειοανατολική πλευρά του ομώνυμου νησιού της λίμνης Μικρή Πρέσπα. 0 ναός ιδρύθηκε από τον τσάρο των Βουλγάρων Σαμουήλ το 983 ή 986 μ.Χ., ο οποίος, μετά τη νίκη του κατά των Βυζαντινών και την κατάληψη της Λάρισας, μεταφέρει από εκεί τα λείψανα του Αγίου Αχιλλείου (Επισκόπου Λαρίσης στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου) στην Πρέσπα, που εκείνη την εποχή αποτελούσε τον πυρήνα του βουλγαρικού κράτους. Παρά τις αλλεπάλληλες καταστροφές και λεηλασίες του ναού από διάφορους επιδρομείς, οι κάτοικοι της περιοχής τον ανακατασκευάζουν πολλές φορές και συνεχίζουν να τον χρησιμοποιούν ωδ το βασικό λατρευτικό κέντρο μέχρι τα μέσα του 15ου αιώνα.

Ο ναός ανήκει στον τύπο της ξυλόστεγης βασιλικής με τρία κλίτη, τα οποία χωρίζονται από δύο πεσσοστοιχίες, που η καθεμιά τους αριθμεί επτά πεσσούς. Ενδιαφέρον αρχιτεκτονικό στοιχείο αποτελείτο σύνθρονο στην κόγχη του ιερού βήματος, οι βαθμίδες δηλαδή που χρησιμοποιούσαν στις επίσημες τελετές οι ανώτατοι αρχιερείς, πάνω από το οποίο μάλιστα σώζονται και δείγματα από τις παλιότερες τοιχογραφίες του ναού, που απεικονίζουν με κόκκινο χρώμα δεκαοχτώ αψίδες, στις οποίες αναγράφονται οι έδρες των επισκόπων που υπάγονταν στην Αρχιεπισκοπή Αχρίδος. Από τα υπόλοιπα στρώματα τοιχογράφησης της βασιλικής σώζονται ελάχιστα δείγματα, κυρίως μορφές στρατιωτικών Αγίων, της Παναγίας και ενός αγγέλου, τα οποία χρονολογούνται στον 11ο και 12ο αιώνα και σήμερα βρίσκονται εκτεθειμένα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Φλώρινας.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι τάφοι σημαντικών, όπως μαρτυρούν τα ευρήματα προσώπων, που υπάρχουν στο νότιο κλίτος του ναού. Στη νότια κεραία του διακονικού υπάρχει τάφος που καλύπτεται από μια ανάγλυφη ασβεστολιθική πλάκα (έργο των αρχών του 11ου αιώνα), στον οποίο, σύμφωνα με την παράδοση, φυλασσόταν το λείψανο του Αγίου Αχιλλείου. Από τους υπόλοιπους τέσσερις τάφους του νότιου κλίτους ξεχωρίζει αυτός μέσα στον οποίο βρέθηκε ένα μεταξωτό χρυσοΰφαντο κομμάτι υφάσματος, με απεικονίσει αετών μέσα σε κύκλους διακοσμημένους με φυτικά μοτίβα. Η χρονολόγηση του υφάσματος στον 10ο αιώνα και τα υπόλοιπα ευρήματα οδήγησαν τον καθηγητή Ν. Μουτσόπουλο -ανασκαφέα του χώρου- στη διατύπωση της άποψης ότι ο τάφος ενδεχομένως ανήκε στον τσάρο των Βουλγάρων Σαμουήλ.

 

Βυζαντινά – Μεταβυζαντινά μνημεία των Πρεσπών

Παρά τη γεωγραφική απομόνωση και αραιοκατοίκηση των Πρεσπών, η βυζαντινή και μεταβυζαντινή εκκλησιαστική αρχιτεκτονική της περιοχής παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Εκτός από τη βασιλική του Αγίου Αχιλλείου στη νότια πλευρά του ομώνυμου νησιού σώζονται τα ερείπια του ναού των Αγίων Αποστόλων (11ος – 12ος αι.), μιας μικρής τρίκλιτης βασιλικής με νάρθηκα. Τα λείψανα οχύρωσης γύρω από το ναό, καθώς και ένα ελληνιστικό κτίσμα, μια ρωμαϊκή επιγραφή και δύο παλαιοχριστιανικοί κίονες φανερώνουν τη συνεχή χρήση του χώρου από την ελληνιστική αρχαιότητα (στο σημείο αυτό τοποθετείται η αρχαία πόλη Λύκα) μέχρι τα βυζαντινά χρόνια. Ακόμα, ο κοιμητηριακός ναός του Αγίου Γεωργίου (15ο$ αι.) ξεχωρίζει για τις τοιχογραφίες του, που συνιστούν χαρακτηριστικό δείγμα λαϊκότροπης εκκλησιαστικής ζωγραφικής της περιοχής.

Ένα από τα παλαιότερα (αρχές του 11ου αι.) και σημαντικότερα μνημεία εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής της περιοχής βρίσκεται στον Άγιο Γερμανό. Πρόκειται για ένα μικρό σταυροειδή εγγεγραμμένο ναό με τρούλο και νάρθηκα, ο οποίος ήταν αφιερωμένος στον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερμανό. Εκτός από το αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον, ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να παρακολουθήσει ένα συνοπτικό πανόραμα βυζαντινής και μεταβυζαντινής αγιογραφίας, αφού στο εσωτερικού του ναού σώζονται αλλεπάλληλα στρώματα τοιχογραφιών, τα οποία καλύπτουν χρονολογικά επτά αιώνες (11ος – 18ος). θα μπορούσε κανείς να συνεχίσει επί μακρόν την περιήγηση στα μνημεία της Πρέσπας, παρατηρώντας την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική μορφή και τον πλούσιο κεραμοπλαστικό διάκοσμο του τρίκογχου ναού του Αγίου Νικολάου στην Πύλη (14οδ αι.) ή θαυμάζοντας την πολυχρωμία και τη δραματικότητα των σκηνών στις τοιχογραφίες του Αγίου Νικολάου στο Πλατύ (1591). Παρ’ όλα αυτά, ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα και μοναδικά στοιχεία της περιοχής είναι οι βραχογραφίες και τα ασκηταριά στις απότομες όχθες της Μεγάλης Πρέσπας, σημάδια της έντονης παρουσίας μικρών μοναστικών κοινοτήτων και αναχωρητών. Η Παναγία η Ελεούσα (1373 μ.Χ.) και η Παναγία η Βλαχερνίτισσα (1455/6) αποτελούντα πιο χαρακτηριστικά δείγματα βραχογραφιών, τις οποίες μπορεί κανείς να δει μέσα από τη βάρκα στον μικρό κόλπο των Ψαράδων. Ακόμα πιο εντυπωσιακά είναι τα τρία καλύτερα σωζόμενα ασκηταριά στον απότομο βράχο που υψώνεται πάνω από την όχθη της λίμνης. Το πρώτο από τα δύο που συναντά ο επισκέπτης στην περιήγηση του με βάρκα είναι το ασκηταριό της Μεταμόρφωσης (13ος αι.), από το οποίο σώζονται η μικρή μονόχωρη καμαροσκέπαστη εκκλησία και ορισμένα ίχνη από τα κελιά των μοναχών. Στη συνέχεια, μπορεί κανείς να δει τα ερείπια του ασκηταριού της Μικρής Ανάληψης (15ος αι.], από το οποίο σώζονται κάποια στοιχεία τοιχογραφιών της κόγχης του ιερού.

Το πληρέστερα σωζόμενο είναι το ασκηταριό της Παναγίας Ελεούσας (αρχές 15ου αι.), το οποίο βρίσκεται σε μια σπηλιά με σχετικά μεγάλο άνοιγμα. Ο μικρός μονόχωρος ναός με ημιεξαγωνική κόγχη είναι κατάκοσμος  με τοιχογραφίες, με χαρακτηριστικότερη αυτήν της Παναγίας της Βρεφοκρατούσας στο τόξο πάνω από την είσοδο. Η επιγραφή πάνω από τη μικρή πόρτα μας πληροφορεί για τους μοναχούς – κτήτορες του ναού, τον άρχοντα της περιοχής Βουλκασινό και την ακριβή ημερομηνία οικοδόμησης (1409/10).

Κοινοποιήστε: FacebooktwitterpinterestmailFacebooktwitterpinterestmail