Φύση – βουνά – λίμνες

Οι λίμνες Πετρών και Βεγορίτιδα

Στα όρια των νοτιοδυτικών απολήξεων του Βόρα με τα χαμηλότερα βορειοανατολικά σημεία της λεκάνης του Αμυνταίου έχουν σχηματισθεί οι λίμνες Πετρών και Βεγορίτιδας, ως  συνέχεια της υδρολογικής λεκάνης της Εορδαίας. Η λίμνη Πετρών είναι πολύ μικρότερη, δέχεται τα νερά από την λίμνη Χειμαδίτιδα και τροφοδοτεί με τη σειρά της τη Βεγορίτιδα. Είναι μια μεσοτροφική λίμνη, η μέση στάθμη της βρίσκεται σε υψόμετρο 572 μέτρων και η επιφάνειά της έχει έκταση οχτώ  τετραγωνικά χιλιόμετρα.

Η λίμνη Βεγορίτιδα είναι  από τις βαθύτερες λίμνες της Ελλάδας. Η περιγραφή της με τα τυπικά χαρακτηριστικά μιας λίμνης είναι ιδιαίτερα δύσκολη, αφού το μέγεθός της μεταβάλλεται συνέχεια, με τα νερά της να υποχωρούν γοργά τα τελευταία χρόνια, κυρίως λόγω της υπερβολικής άντλησης για τις ανάγκες του Υδροηλεκτρικού Σταθμού Άγρα, του Ατμοηλεκτρικού Σταθμού Αμυνταίου – Φιλώτα και της άρδευσης των γειτονικών γεωργικών εκτάσεων. Τα τελευταία χρόνια (1996, 1997) εμφανίζεται  τάση μείωσης του ρυθμού πτώσεως της στάθμης της λίμνης ή σταθεροποίησης σε υψόμετρο 510 μέτρων περίπου. Έτσι, θεωρώντας τη στάθμη σε υψόμετρο 513 μέτρων, το μέγιστο βάθος της μπορεί να φθάνει τα εβδομήντα  μέτρα, ενώ η επιφάνειά της έχει έκταση πενήντα εννιά τετραγωνικά χιλιόμετρα.

Αν και οι λίμνες αυτές και ιδιαίτερα η λίμνη Πετρών θεωρούνται σημαντικά υποβαθμισμένες, εν τούτοις παρουσιάζουν  σημαντική ποικιλία οργανισμών και ιδιαίτερα πουλιών. Στη λίμνη Πετρών έχουν παρατηρηθεί περισσότερα από ενενήντα  είδη πουλιών, ενώ στο σύμπλεγμα των δύο λιμνών, περισσότερα από εκατόν τριάντα, πολλά από τα οποία είναι απειλούμενα. Μάλιστα, στη λίμνη των Πετρών αναπαράγονται σπάνια είδη, όπως η Λαγγόνα (Phalacrocorax pygmaeus), η οποία έχει δημιουργήσει στην περιοχή μια δεύτερη αποικία στο νομό της Φλώρινας, εκτός από αυτή των Πρεσπών. Αυτές είναι οι δύο από τις τρεις αποικίες του είδους στην Ελλάδα, τις μοναδικές στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Από τα θηλαστικά εξέχουσα σημασία έχει η παρουσία της Βίδρας (Lutra lutra), γιατί θεωρείται πολύ καλός δείκτης καθαρότητας των νερών στα οποία ζει, άρα οι ελπίδες για διατήρηση των υγροβιότοπων αυτών σε ικανοποιητικό επίπεδο συνεχίζουν να υπάρχουν. Μοναδική είναι, τέλος, και η παρουσία ενός ψαριού στη Βεγορίτιδα, του Κορήγονου (Coregonus lavaretus).

 

Οι λίμνες Ζάζαρη και Χειμαδίτιδα

Αν και είναι δύο ξεχωριστές λίμνες με διαφορετικά χαρακτηριστικά, σχεδόν πάντα αναφέρονται μαζί, ίσως γιατί διαμορφώνουν μια ενιαία περιοχή και οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους είναι αμοιβαίες. Η λίμνη Ζάζαρη είναι μια από τις ομορφότερες λίμνες της Ελλάδας, σε υψόμετρο 602 μέτρα, έχει εμβαδό περίπου δύο  τετραγωνικά χιλιόμετρα. Τροφοδοτείται από το ποτάμι του Σκλήθρου, αλλά και από υπόγειες πηγές, ενώ στη συνέχεια τροφοδοτεί με τη σειρά της τη Χειμαδίτιδα.

Η λίμνη Χειμαδίτιδα είναι μεγαλύτερη έχει έκταση 10,8 τετραγωνικά χιλιόμετρα και βρίσκεται εννιά μέτρα χαμηλότερα από τηΖάζαρη. Πρόκειται για λίμνη με έντονο ευτροφισμό, ο οποίος είναι εμφανής από την πολύ μεγάλη έκταση απροσπέλαστων καλαμιώνων, οι οποίοι όμως αποτελούν σημαντικό βιότοπο για την αναπαραγωγή, διαχείμαση και γενικότερα διαβίωση σημαντικών οργανισμών.

Οι δύο λίμνες, μα κυρίως η Χειμαδίτιδα, έδιναν στο παρελθόν και συνεχίζουν ακόμα να προσφέρουν στα κοπάδια των κτηνοτρόφων πιο ήπιες συνθήκες διαβίωσης κατά τη διάρκεια του δριμύτατου χειμώνα της ευρύτερης περιοχής, αλλά και πιο απομακρυσμένων Διαμερισμάτων. Τα χειμαδιά άλλωστε, χάρισαν ως αντάλλαγμα το όνομα στη μία από τις λίμνες. Μετά τις αλλαγές στον τρόπο εκτροφής των αιγοπροβάτων και βοοειδών, τα τελευταία χρόνια, λίγα μόλις κοπάδια κτηνοτρόφων,  σε πείσμα των καιρών, εξακολουθούν να βόσκουν στη γύρω περιοχή και να θυμίζουν αμυδρά το παρελθόν.

Στο σύμπλεγμα των δύο λιμνών έχουν καταγραφεί σημαντικά είδη φυτών (εκατόν πενήντα είδη) και κυρίως ζώων. Έχουν παρατηρηθεί εκατόν σαράντα ένα είδη πουλιών, από τα οποία τα εκατό είναι ιδιαίτερα σημαντικά. Αξίζει όμως να αναφερθεί πως στη Χειμαδίτιδα αναπαράγεται, με το μεγαλύτερο πληθυσμό στην Ελλάδα, η Βαλτόπαπια (Aythyanyroca), με 60 ζευγάρια, η οποία είναι παγκόσμια απειλούμενο είδος. Ακόμη στις δύο λίμνες φιλοξενούνται δώδεκα είδη θηλαστικών, εφτά είδη ερπετών, εφτά είδη αμφιβίων και οχτώ είδη ψαριών.

 

Βέρνο

Το Βέρνο ή Βίτσι αποτελεί κατά κάποιο τρόπο συνέχεια του Βαρνούντα και φυσικό σύνορο των νομών Φλώρινας και Καστοριάς. Νότια καταλήγει σε δύο κλάδους, ο ένας συνεχίζει το διαχωρισμό των δύο νομών μέχρι τον αυχένα της Κλεισούρας, ενώ ο δεύτερος κατευθύνεται νοτιοανατολικά, με χαμηλές παρυφές- όπως το Ραδόσι-, που σχηματίζουν τη διάβαση του Κλειδιού, σημείο όπου καταλήγουν και οι νοτιοδυτικές απολήξεις του Βόρα. Ψηλότερη κορυφή του είναι το Βίτσι, με ύψος 2128 μέτρα. Στο Βέρνο, λοιπόν, στις δασωμένες με πυκνά δάση οξιάς βόρειες πλαγιές του στον Πολυπόταμο, στη Δροσοπηγή, στην Υδρούσα, στο Φλάμπουρο συναντά κανείς τις γάργαρες πηγές του Εριγώνα ποταμού. Το νότιο Βέρνο τροφοδοτεί τις λίμνες του Αμυνταίου, ενώ οι δυτικές πλαγιές του ανήκουν στη λεκάνη απορροής της λίμνης της Καστοριάς. Από τους πρόποδες του βουνού μέχρι και τα χίλια μέτρα κυριαρχούν οι διαπλάσεις Δρυός, ενώ από το σημείο αυτό και μέχρι τα ανώτερα δασοόρια με τα αλπικά λιβάδια, κυριαρχεί η Οξιά με πολύ πυκνά και αδιαπέραστα δάση. Η περιοχή, κυρίως πάνω από το όριο Βελανιδιάς – Οξιάς χαρακτηρίζεται από την παρουσία περισσότερων από σαράντα σημαντικών φυτικών ομάδων αλλά και  πλούσιας πανίδας με κυριότερα ζώα την Αρκούδα και το Λύκο, είδη παρόντα σε όλους τους ορεινούς όγκους της Φλώρινας.

 

Βόρας

Ο Βόρας (Καϊμακτσαλάν) είναι το τρίτο ψηλότερο βουνό της Ελλάδας, μετά τον Όλυμπο και το Σμόλικα, με την κορυφή του να φθάνει τα 2524 μέτρα. Αποτελεί το φυσικό σύνορο των νομών Φλώρινας και Πέλλας, ενώ οι χαμηλές νοτιοδυτικές του πλαγιές, όπως έχει αναφερθεί, διαχωρίζουν τη λεκάνη της Φλώρινας από αυτή του Αμυνταίου. Αν και η πρώτη εικόνα του βουνού από την μεριά της Φλώρινας δείχνει ένα ξερό και άγονο όγκο,  το σύνολο του βουνού παρουσιάζει πάρα πολύ μεγάλη και μοναδική ποικιλία οικοτόπων, με εκτεταμένες περιοχές από συνεχόμενα δάση με μεγάλη ποικιλία δένδρων (βελανιδιές, οξιές, καστανιές, έλατα, πεύκα), βαθιές κοιλάδες, χαράδρες και βοσκότοπους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την παρουσία πάρα πολλών σημαντικών ειδών, τόσο χλωρίδας, με πάνω από εκατόν πενήντα ομάδες φυτών, όσο και πανίδας. Χαρακτηριστικό της περιοχής είναι τα απομεινάρια δάσους του πεύκου Pinus peuce, όπως και της βελανιδιάς Quercus trojana. Η βελανιδιά αυτή, μάλιστα, βρίσκεται κυρίως στις δυτικές πλαγιές του νομού Φλώρινας, όπου σχηματίζει πιο εκτεταμένα δάση. Σημαντικά γένη  της πανίδας υπάρχουν αρκετά, υπάρχουν όμως είδη που δεν απαντώνται στους άλλους δύο ορεινούς όγκους του νομού, όπως η Χερσαία Χελώνα ( Testudo graeca) από τα ερπετά και αρκετά είδη πουλιών από τα τουλάχιστον εκατόν τριάντα που έχουν παρατηρηθεί, όπως ο Βασιλαετός (Aquila heliaca), o Γυπαετός (Gypaetus barbatus) και ο Χιονόστρουθος (Montifringilla nivalis). Ιδιαίτερη σημασία έχει η περιοχή για τα αρπακτικά, καθώς έχουν παρατηρηθεί είκοσι τρία είδη από τα οποία δεκατρία φωλιάζουν, αλλά και για τους Δρυοκολάπτες που αντιπροσωπεύονται εδώ με εννιά είδη.

 

Βαρνούντας

Ο Βαρνούντας (ή Περιστέρι) αποτελεί το φυσικό όριο μεταξύ της λεκάνης της Φλώρινας και των Πρεσπών και εκτείνεται από την περιοχή της πόλης της Φλώρινας, βόρεια μέχρι και πέρα από τα σύνορα με την FYROM. Δυτικά τροφοδοτεί το χείμαρρο του Αγίου Γερμανού, ο οποίος εκβάλλει στις Πρέσπες. Νοτιοδυτικά φιλοξενείτε πηγές του Λαδοπόταμου, ο οποίος ξεκινά από τιε ρεματιές της περιοχής Πισοδερίου και διασχίζοντας τα Κορέστια σχηματίζει έναν από τους σημαντικότερους παραποτάμους του Αλιάκμονα και μια κοιλάδα που το φυσικό της κάλλος συναγωνίζεται την ιστορική της σημασία. Σαν παρακλάδι του Βαρνούντα το Τρικλάριο αποτελεί ορεινό σύνορο μεταξύ του Λαδοπόταμου και των Πρεσπών. Νότια τροφοδοτεί πηγές του ποταμού της πόλης της Φλώρινας, του Σακουλέβα, ο οποίος κατά κάποιο τρόπο αποτελεί και ένα σημείο οριοθέτησης με τις βόρειες πλαγιές του Βέρνου. Ένα ακόμα πραγματικά οριακό σημείο μεταξύ των δύο ορεινών όγκων είναι η Βίγλα, όπου υπάρχουν οι εγκαταστάσεις του ομώνυμου χιονοδρομικού κέντρου. Από τιε ανατολικές πλαγιές πηγάζει ο χείμαρρος του Ακρίτα, ο οποίος ενώνεται χαμηλότερα με τον Εριγώνα ποταμό. Η κορυφή του, το Περιστέρι, αγγίζει τα 2.334 μέτρα. Με βάση την οδηγία για τους Οικοτόπους (92/43/ΕΟΚ) συγκαταλέγεται στο ευρωπαϊκό δίκτυο προστατευόμενων περιοχών NATURA 2000. Χαρακτηρίζεται από διάφορους τύπους βλάστησης με πάρα πολλά σπάνια και σημαντικά είδη χλωρίδας, από τιε χαμηλές περιοχές με δάση βελανιδιάς μέχρι την άνω δασική ζώνη με τα υποαλπικά και αλπικά λιβάδια. Στις ανατολικές πλαγιές υπάρχουν πυκνά δάση οξιάς και καστανιάς σε ορισμένα σημεία, ενώ δυτικά στις πλαγιές της περιοχής Πρεσπών η Ελάτη δημιουργεί μικτά δάση με την Οξιά. Η Σημύδα [Betula pendula], φυλλοβόλο δένδρο κοινό στις βορειότερες χώρες, εδώ εμφανίζει αμυδρά ένα από τα λίγα σημεία της νοτιότερης εξάπλωσης της (βόρεια Ελλάδα). 0 Βαρνούντας πραγματικά αποτελεί ένα από τα τελευταία καταφύγια της άγριας ζωής στην Ελλάδα. Μάλιστα, εκτός από τα τυπικά γένη της πανίδας του, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η παρουσία του Αγριόγιδου [Rupricapra rupricapra), αλλά και η νοτιότερη παρουσία στην Ευρώπη δύο ειδών ερπετών, του Αστρίτη (οχιά) των βουνών (Vipera berus) και της Αμμόσαυρας [Lacerta agilis]. Στην ανατολική πλευρά του Βαρνούντα σχηματίζεται η κλειστή λεκάνη του Ακρίτα, μια από τις ομορφότερες ορεινές λεκάνες των Βαλκανίων, στην οποία ο συνδυασμός του φυσικού περιβάλλοντος με τις παραδοσιακές καλλιέργειες και την χαρακτηριστική αρχιτεκτονική του Ακρίτα αλλά και των γειτονικών οικισμών δημιουργούν ένα μοναδικό παραδοσιακό αγροτικό τοπίο.

Κοινοποιήστε: FacebooktwitterpinterestmailFacebooktwitterpinterestmail